- νικημι
- νίκημι(ῑ) дор. Pind., Theocr.; Anth. (только praes. и impf.) = νικάω См. νικαω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νίκημι — (Α) βλ. νικώ … Dictionary of Greek
νίκημι — νί̱κημι , νικάω conquer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek